λιπαράμπυξ

λιπαράμπυξ
λιπαράμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία τής κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.)
2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + ἄμπυξ «διάδημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιπαράμπυκα — λιπαράμπυξ with bright fillet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαράμπυκες — λιπαράμπυξ with bright fillet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαράμπυκος — λιπαράμπυξ with bright fillet masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”